ζωοσπόριο

ζωοσπόριο
το
κινητό σπόριο τής αγενούς αναπαραγωγής κατώτερων οργανισμών (π.χ. φυκών, μυκήτων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoospore < zoo- (πρβλ. ζω(ο)- [ΙΙ]* + spore (πρβλ. σπόριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανδρόσπορο — Ζωοσπόριο, που δίνει γένεση στα αρσενικά όργανα της αναπαραγωγής των φυτών, τα γνωστά ως ανθηρίδια, και έπειτα στα ανθηροζωίδια. Πρόκειται για βλεφαρωτό και ευκίνητο σώμα …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • πλανοσπόριο — το, Ν βοτ. κινητό σπόριο που παράγεται σε σποριάγγειο και κινείται χάρη στην παρουσία ενός, δύο ή πολλών μαστιγίων, αλλ. ζωοσπόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. planospore < πλανώμαι + σπόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”